- κατάπηξ
- κατάπηξ, -ηγος, ὁ, ἡ (Μ)βλ. καταπήξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek
καταπήγων — κατάπηξ fixed in the ground masc gen pl καταπήγνυμι stick fast pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπηγα — κατάπηξ fixed in the ground masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπηγας — κατάπηξ fixed in the ground masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek